μελέῳ

μελέῳ
μέλεος
idle
masc/neut dat sg
μέλεος
idle
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελεῷ — μελεάζω execute a recitative fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέω — Μελέης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέω — μέλεος idle masc/neut nom/voc/acc dual μέλεος idle masc/neut gen sg (doric aeolic) μέλεος idle masc/fem/neut nom/voc/acc dual μέλεος idle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανύω — ἐπανύω (Α) 1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.) 2. μέσ. ἐπανύομαι παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”